τραχύν — τρᾱχύν , τραχύς jagged masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
велерѣчивъ — (5) пр. 1.Красноречивый: так бѣ велерѣчивъ и терпѣливъ же и добль. тѣмь и всѩ землѩ стыдѩше(с) и дивлѩшесѩ ѥмоу паче же цѣломоудри˫а ѥго и разоума ради и многа смысла и премдр(с)ти. (μεγαλόφρων!) ГА XIII XIV, 30в. 2. Хвастливый, высокопарный:… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Карникс — лат. Carnyx … Википедия
Συμπληγάδες — οι / Συμπληγάδες, αἱ, ΝΜΑ, και στον εν. συμπληγάς, άδος Α (με ή χωρίς τη λ. πέτρες, πέτραι) δύο ψηλοί κάθετοι και απότομοι σκόπελοι που δημιουργούσαν ένα στενό θαλάσσιο πέρασμα και οι οποίοι, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, άλλοτε προσέγγιζαν ο… … Dictionary of Greek
προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… … Dictionary of Greek
τραχύς — ιά, ύ / τραχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α 1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ… … Dictionary of Greek
υλώδης — ες / ὑλώδης, ῶδες, ΝΑ [ύλη] ο καλυμμένος από δάσος, σύδενδρος, δασώδης («ὑλώδης τε καὶ ἀτριβὴς πᾱσα ὑπ ἐρημίας ἦν», Θουκ.) αρχ. 1. υλικός 2. ο γεμάτος ιλύ, πηλώδης, θολός («πρὸς χωρία δύσιππα καὶ ποταμὸν ὑλώδη καὶ τραχύν», Πλούτ.) 3. (το ουδ.… … Dictionary of Greek